- πιμπλάνομαι
- Αβλ. πίμπλημι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιμπλάνεται — πιμπλάνομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν … Dictionary of Greek
ἀποπιμπλάνοιτο — ἀπό πιμπλάνομαι pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)